-
1 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
2 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта